ΘΕΜΕΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Μελέτες για την Ελληνική Μουσική Από την Παράδοση στην Συγχρονικότητα ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Επιστημονικός υπεύθυνος: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΩΣΤΙΟΣ EPN 1052 ISBN 978-960-7554-50-5 Σελίδες: 240 Μέγεθος: 170 x 240 mm «Οι δεκαπέντε αυτές μελέτες μου συνδέονται με μια ερευνητική διαδρομή που καλύπτει περίπου τρεις δεκαετίες»? με τούτη την φράση από το κείμενο της Εισαγωγής του, ο Ομότιμος Καθηγητής Μουσικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Θέμελης, καλεί τον αναγνώστη να ακολουθήσει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του την ίδια διαδρομή που εκείνος χάραξε στον χάρτη της μουσικολογικής έρευνας και πραγματοποίησε όταν πριν από τριάντα τόσα χρόνια βγήκε στον πηγαιμό για την Ιθάκη ευχόμενος να είναι μακρύς ο δρόμος. Και ο δρόμος ήταν όντως μακρύς, του χάρισε την γνώση τού τι σημαίνουν οι Ιθάκες, αξιώνοντάς τον να επανανακαλύψει μέσα από την δική του πορεία και ταυτόχρονα να βιώσει την μετάβαση από την παράδοση στην συγχρονικότητα. Ο επιστημονικός υπεύθυνος των ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ που υπογράφει το προλογικό αυτό κείμενο, είχε το προνόμιο πρώτος να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του συγγραφέα-ερευνητή και εξερευνητή και να χαρεί διπλά τους δεκαπέντε σταθμούς του ταξιδιού, από μελέτη σε μελέτη. Και τούτο διότι σαν ταξιδευτής στις δύσκολες θάλασσες της έρευνας και ο ίδιος, συμμερίστηκε την χαρά του ομότεχνου που του δείχνει τις πραμάτειες του και του εμπιστεύεται την "έκθεσή" τους στο ευρύτερο κοινό των αναγνωστών της σειράς αλλά και διότι ο συγγραφέας των μελετών αυτών δείχνει στην ίδια κατεύθυνση-στροφή, την οποία πραγματοποίησε εδώ και καιρό και ο υπογράφων, στροφή απομάκρυνσης (όχι απόρριψης) από την ιδεολογία της παράδοσης με την περιορισμένη έννοια της διαχρονικότητας, και αποδοχής της παράδοσης ως συγχρονικότητας, δηλαδή, ως επιβίωσης και σημερινής καθημερινής βίωσης όλων των μουσικών πολιτισμών που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε τούτο τον τόπο και οι οποίοι έχουν διαχρονικό μεταφορέα και σύγχρονο φορέα την ελληνική γλώσσα: τους πολιτισμούς της αρχαίας, της δημοτικής, της βυζαντινής και της νεότερης ελληνικής μουσικής. Ο Δημήτρης Θέμελης έχει το σπάνιο προσόν ως μουσικολόγος αλλά και ως ενεργός μουσικός να συνδυάζει την θεωρητική προσέγγιση με την πράξη, και μάλιστα την πράξη όχι μόνο του εκτελεστή, δηλαδή, του "μουσικού του βιολιού" αλλά και του συνθέτη: Παίζοντας βιολί εκτελεί με την ίδια αγάπη και γνώση τόσο τους ικαριώτικους σκοπούς όσο και τα Κουαρτέτα του Μότσαρτ, ενώ στο συνθετικό του έργο συναντιούνται με τον πιο φυσικό τρόπο το ελληνικό δημοτικό μέλος με τα προχωρημένα στοιχείαιδιώματα της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής. Με άλλα λόγια, βιώνει την "ελληνική συνέχεια", όπως την διακήρυξε ο Δάσκαλός του και μεγάλος Έλληνας μουσικολόγος Θρασύβουλος Γεωργιάδης, μετουσιώνοντας "έργω" την παράδοση σε συγχρονικότητα. Ταυτόχρονα αποτίει φόρο τιμής στον Δάσκαλο, στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζει κανείς έναν ακόμη Έλληνα της διασποράς, που "κατηγορήθηκε" ως ανθέλληνας διότι υπηρέτησε την Μουσική, -και την Ελληνική μουσική-, έξω από τα σύνορα της χώρας του -κατά το πρότυπο της κατηγορίας ενάντια στον άλλο μεγάλο Έλληνα, τον αρχιμουσικό και συνθέτη Δημήτρη Μητρόπουλο. Θα ήταν, ίσως, περιττολογία από μέρους του Επιστημονικού υπεύθυνου, και σίγουρα αποπροσανατολιστικό, το να θελήσει να σχολιάσει μια μια τις μελέτες και να προκαταλάβει τον αναγνώστη με οποιαδήποτε έκφραση γνώμης? και ίσως άδικο, αν προχωρούσε σε μια επιλεκτική (και αναπόφευκτα υποκειμενική) αναφορά σε ορισμένους "σταθμούς" της διαδρομής. Από την άλλη δεν αντέχει στον πειρασμό (ουδείς αναμάρτητος) να ανακόψει το βήμα μπροστά από ορισμένα σημεία της διαδρομής, περισσότερο για να εκφράσει την χαρά του για τα ξεχωριστά επιτεύγματα του ομότεχνου, όπως: Πρώτον, τόσο εκείνοι που ασχολήθηκαν ή θα ασχοληθούν με την αρχαία ελληνική μουσική όσο και εκείνοι που ανατρέχουν στην ιστορική αυτή πηγή για να αντλήσουν στοιχεία και να πλουτίσουν το σύγχρονο μουσικό γίγνεσθαι, (όπως -για παράδειγμα-την σύνθεση μουσικής για το αρχαίο δράμα), αλλά και οι άλλοι, φιλομαθείς και φιλόμουσοι που ζητούν νʼ "ακούσουν" το αρχαίο μέλος μέσα από τα λίγα λείψανα που διασώθηκαν από τη φθορά αιώνων και τις καταστροφές και έφτασαν ως τις μέρες μας, αντιλαμβάνονται την σημασία του γεγονότος ότι χάρις στον ακαταπόνητο μελετητή Δημήτρη Θέμελη, ο αριθμός των αρχαιολογικών ευρημάτων που αναγνωρίστηκαν από τη διεθνή μουσική κοινότητα ως μουσικά κείμενα αυξήθηκε σημαντικά. Διότι, σημασία δεν έχει τόσο το ανασκαφικό αποτέλεσμα (που και γιʼ αυτό είμαστε ευγνώμονες) όσο το γεγονός ότι ο Θέμελης "διάβασε" και "ερμήνευσε" -με τον δικό του, βέβαια, τρόπο- τα γραπτά αυτά μνημεία. Ο Δημήτρης Θέμελης, άλλοτε προχωρεί σε υποθέσεις, όχι αυθαίρετες αλλά όχι και χωρίς ρίσκο, και άλλοτε τεκμηριώνει τις θέσεις του? και στις δύο περιπτώσεις βασίζεται στην βαθιά γνώση του της Θεωρίας της Αρχαίας ελληνικής μουσικής. Θα ήταν αυτό αρκετό; Στον λαβύρινθο του "τελείου και αμετάβολου" συστήματος της Αρχαίας ελληνικής μουσικής καθοδηγείται κρατώντας τον μίτο της Αριάδνης, που δεν είναι παρά η διαίσθηση εκείνη η οποία εκπηγάζει από το αταβιστικό-διαχρονικό αισθητήριο μιας βαθιά ριζωμένης παράδοσης, και η οποία δεν είναι μόνο μνήμη αλλά και βίωση: Ο Θέμελης κρατά στο χέρι του το ικαριώτικο βιολί, οι χορδές του οποίου είναι τεντωμένες ανάμεσα στην αρχαία και την δημοτική παράδοση της ελληνικής μουσικής, αλλιώς διατυπωμένο, ζητά την λύση σʼ ένα "άκουσμα" που προήλθε από την έκχυση της αρχαίας παράδοσης στην νεότερη και το οποίο μεταλλάσσει (όπως επισημάνθηκε πιο πάνω) το βίωμα της διαχρονικότητας, της παράδοσης, σε βίωση της συγχρονικότητας. Οι εναλλακτικές προτάσεις καθορισμού της κλίμακας, του τετράχορδου, όπου ανήκουν οι φθόγγοι ή, ακόμη, καθορισμού τού αν το συγκεκριμένο σπάραγμα ανήκει στην φωνητική ή την οργανική μουσική, οδηγούν σε λύσεις που ταυτόχρονα αποτελούν ερμηνείες, οι οποίες προσφέρουν αντίστοιχα δυνατότητες για αποκλίνουσες ή διαφορετικές μεταγραφές της αρχαίας γραφής στη σύγχρονη σημειογραφία -φυσικά, και διαφορετικές εκδοχές των εκτελούμενων "κομματιών". Μέσα από τη διαδικασία αυτή οδηγείται -μεταξύ των άλλων- σε συμπεράσματα που, για την εποχή που διατυπώθηκαν, αποτέλεσαν σοβαρή αμφισβήτηση κατεστημένων ιδεών της ευρωπαϊκής μουσικής ιστοριογραφίας, σύμφωνα με τις οποίες ο μουσικός του δυτικού Μεσαίωνα ήταν εκείνος που ανακάλυψε (πρώτος αυτός) την πολυφωνία με την μορφή του organum. Δεύτερον, η μελέτη του Δ. Θέμελη για την σχέση λόγου και μέλους στην Δημοτική μουσική, παραπέμπει έμμεσα στον προβληματισμό που αφορά την σχέση αυτή στην νεότερη ελληνική μουσική, η οποία (σχέση) έχει απασχολήσει τους Έλληνες συνθέτες της "λόγιας" μουσικής, όπως τον Μανώλη Καλομοίρη (στην ελληνική όπερα), τον Γιώργο Σισιλιάνο (στο αρχαιοελληνικό δράμα) κ.ά. Ο σπουδαίος (κατά τον Θέμελη) ρόλος που παίζει ιδιαίτερα στο δημοτικό τραγούδι η ιδιότητα του μουσικού ρυθμού, να μπορεί να καθορίζει, ως ένα σημείο, τις χρονικές διάρκειες των συλλαβών του κειμένου, (ιδίως σε μια γλώσσα -όπως η ελληνική- με ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό πολυσύλλαβων λέξεων, προσθέτει ο υπογράφων το παρόν), ο σπουδαίος, επίσης, ρόλος που παίζουν στην σύζευξη δημοτικής μουσικής και ποίησης τα λεγόμενα "τσακίσματα", κι ακόμη, η θεμελιώδης διαφορά που επισημαίνεται και υπογραμμίζεται από τον ίδιο ανάμεσα στην διαδικασία μελοποίησης ενός δοσμένου κειμένου από τον συνθέτη της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής και την αντίστοιχη διαδικασία δημιουργίας του δημοτικού τραγουδιού, όπου «ο λαός φτιάχνει τους στίχους του τραγουδιστά», (πασίγνωστα παραδείγματα οι κρητικές μαντινάδες και οι επτανησιακές "αρέκιες"), αποτελούν μορφολογικά -με την ευρύτερη σημασία του όρου- στοιχεία που (μαζί με άλλα) είναι δυνατόν να συντελέσουν στην λύση του προβλήματος που προαναφέρθηκε, και η οποία, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι άλλη από την αφοριστικά διατυπωμένη (από τον Θρασύβουλο Γεωργιάδη) διαδικασία της "μουσικοποίησης της γλώσσας" και της "γλωσσοποίησης της μουσικής". Τρίτον, μια τελευταία "στάση" στη μελέτη, όπου ο Δ. Θέμελης συνδέει την γένεση της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής του 19ου αιώνα με την ευρωπαϊκή μουσική παράδοση. Μπορεί, σήμερα να αποτελεί κοινόν τόπο, και όλοι πια να αναγνωρίζουν ότι η μουσική της λεγόμενης "Επτανησιακής σχολής" πρόσφερε σημαντικά στην κίνηση για την δημιουργία της ελληνικής Εθνικής σχολής μουσικής και ότι άδικα αποκόπηκε από τον κορμό της ελληνικής εθνικής δημιουργίας και φυλακίστηκε ως ιταλιανίζουσα, όπως πρωτόδικα την καταδίκασε ο Μανώλης Καλομοίρης. Όμως, στην αναθεώρηση της "δίκης" συνετέλεσαν ασφαλώς -μεταξύ των άλλων- η προσκόμιση νέων στοιχείων, όπως (για παράδειγμα) εκείνων που ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ80, πριν, δηλαδή, από ένα τέταρτο του αιώνα, προέκυψαν από την σύγκριση που επιχείρησε ο συγγραφέας στην εν λόγω μελέτη του ανάμεσα στον Εθνικό μας ύμνο (Νικόλαος Μάντζαρος / Διονύσιος Σολωμός) και το Δεύτερο μέρος (Tempo di Menuetto) της Σονάτας για πιάνο op. 49 No 2 του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, συγκεκριμένα οι πάμπολλες ομοιότητες μορφής και ρυθμού που διαπίστωσε ότι υπάρχουν. Ώστε, παρʼ όλο που «ο προσανατολισμός των συνθέσεων του Μαντζάρου κατευθύνεται κυρίως [...] προς την ιταλική μουσική της εποχής του», (που, άλλωστε, όχι μόνο " εν τόπω", δηλαδή στα Επτάνησα αλλά και "εν χρόνω", μέσω, δηλαδή, της ιταλικής όπερας, κυρίαρχου είδους της εποχής), η σύγκριση των δύο συνθέσεων, σύμφωνα πάντα με τον Δ. Θέμελη, αποδεικνύει ότι ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου, «ως ιδρυτής της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής, προσπαθούσε να συνδέσει τις μουσικές του δημιουργίες και με τα κλασσικά πρότυπα της εποχής του». Το ότι τρία βιβλία της σειράς βραβεύτηκαν από την Ένωση των Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, το ότι οι επιφανέστεροι των μουσικοκριτικών μας έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σχολίασαν, έκριναν, εκτίμησαν το κάθε πόνημα χωριστά και την εκδοτική προσπάθεια της "σειράς" γενικά, (που επιβιώνει εγκαταλελειμμένη στην τύχη της από την Πολιτεία), αυτά, μαζί με την στήριξη των συναδέλφων μουσικολόγων και ενός διαρκώς ευρυνόμενου αναγνωστικού κοινού, αποτελούν την κινητήρια δύναμη για την συνέχιση της περιπέτειας, με επίγνωση της σημασίας του επιτελούμενου έργου και της ευθύνης απέναντι στην Ελληνική Μουσικολογία. Ευχαριστώ τον μουσικό εκδοτικό οίκο panas music (Κ. Παπαγρηγορίου - Χ. Νάκας) που σε δύσκολους καιρούς όχι μόνον συνεχίζει με τον ίδιο ζήλο και με ανιδιοτέλεια να φιλοξενεί τις ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ αλλά είναι πρόθυμος να επιταχύνει το βήμα ώστε το δυνατόν συντομότερο να πάρουν θέση στον κατάλογο της "σειράς" οι επόμενοι έξι τίτλοι. Απόστολος Κώστιος Λουτράκι, Καλοκαίρι του 2009
|