Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στην Χίο. Από την παιδική του ηλικία είχε πάθος με την μουσική και έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις όταν ήταν δεκατριών ετών. Κατά την διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας από τα γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά στρατεύματα, συνελήφθη για πρώτη φορά στην Τρίπολη το 1942 από τους Ιταλούς κατακτητές. Τα επόμενα χρόνια συνελήφθη και βασανίστηκε ξανά. Μόλις αφέθηκε ελεύθερος, βγήκε στην παρανομία στην Αθήνα και οργανώθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Δουλεύοντας για την Αντίσταση συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στο Ωδείο Αθηνών κοντά στον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Μετά την Απελευθέρωση ο Θεοδωράκης έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο του 1945-1949. Συνελήφθη πολλές φορές. Στις 26 Μαρτίου 1946 κατά την διάρκεια μιας διαδήλωσης χτυπήθηκε τόσο άγρια από την αστυνομία που θεωρήθηκε νεκρός και μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Εξορίσθηκε για πρώτη φορά το 1947 στην Ικαρία και το 1948 μεταφέρθηκε στην Μακρόνησο, μια κόλαση που οι άνθρωποι του 20ου αιώνα εγκαθίδρυσαν πάνω στη γη για να εξοντώνουν όσους είχαν διαφορετικές αντιλήψεις. Μετά από φριχτά βασανιστήρια ο Θεοδωράκης είναι ένας από τους λίγους που κατάφεραν να επιζήσουν από αυτήν την κόλαση όμως θα συνεχίσει να υποφέρει δέκα χρόνια αργότερα από τον «πυρετό της Μακρονήσου».
Το 1950, μετά από εξετάσεις στο Ωδείο παίρνει το δίπλωμα της αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας. Στις 5 Μαίου παρουσιάζεται το έργο του «Ασή-Γωνιά». Το 1953, ο Μίκης παντρεύεται την Μυρτώ Αλτίνογλου και την επόμενη χρονιά παίρνει υποτροφία για σπουδές στο Παρίσι. Ο Μίκης γράφεται στο Ωδείο του Παρισιού με καθηγητές τον Ευγένιο Μπιγκό και τον Ολιβιέ Μεσσιάν. Το 1957 το έργο του «Σουίτα Νο 1 για πιάνο και ορχήστρα» παίρνει χρυσό βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας. Η «Αντιγόνη» (χορογραφία Τζον Κράνκο στο Κόβεν Γκάρντεν), «Les amants de Teruel» (Μπαλέτο της Λουντμίλα Τσερίνα) και το «Le feu aux poudres» γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία στο Παρίσι και το Λονδίνο. Όταν ο Θεοδωράκης πέτυχε την διεθνή αναγνώριση ως νέος κλασσικός συνθέτης, ανακάλυψε την ελληνική λαϊκή μουσική. Συνθέτει τους «Λιποτάκτες» σε στίχους του αδελφού του Γιάννη και τον «Επιτάφιο» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, έργο με το οποίο θα ξεκινήσει η αναγέννηση της Ελληνικής μουσικής και θα οδηγήσει την πατρίδα του σε μια πολιτιστική επανάσταση τα αποτελέσματα της οποίας υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Η Δεξιά στην Ελλάδα τον θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της. Όταν δολοφονείται ο γιατρός Γρηγόρης Λαμπράκης («Ζ») ο Θεοδωράκης αναλαμβάνει επικεφαλής της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη που θα αποκτήσει 50.000 μέλη και θα γίνει η πιο μεγάλη πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα. Ο Θεοδωράκης εκλέγεται στο Κοινοβούλιο και μαζί με τους «Λαμπράκηδες» ιδρύει πάνω από διακόσια πολιτιστικά κέντρα στην χώρα του. Συνθέτει ακατάπαυστα χρησιμοποιώντας τα ωραιότερα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας του 19ου και 20ου αιώνα.
Το πραξικόπημα του Παπαδόπουλου και της παρέας του (21 Απριλίου 1967) υποχρεώνει τον Θεοδωράκη να βγει και πάλι στην παρανομία απ? όπου δυο μέρες μετά το πραξικόπημα θα απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση. Συνελήφθη στις 21 Αυγούστου του 1967 και τέθηκε σε κατ? οίκο περιορισμό με την οικογένειά του στο Βραχάτι και αργότερα στη Ζάτουνα ορεινό χωριό της Αρκαδίας (απ? όπου και ο κύκλος συνθέσεων «Αρκαδίες» 1 -ΧI). Στην συνέχεια μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού και τελικά εξορίζεται από την Ελλάδα, μετά από πολλά διαβήματα αλληλεγγύης με πρωτοβουλία των Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς, Λεονάρντ Μπερστάιν, Άρθουρ Μίλερ, ακόμα και του Χάρη Μπελαφόντα, και πολλών άλλων προσωπικοτήτων από πολλές χώρες. Στις 13 Απριλίου 1970, ο Θεοδωράκης φθάνει στο Παρίσι. Επικεφαλής του «Πατριωτικού Μετώπου» συνεχίζει τον αγώνα του. Γνωρίζεται με τον Νερούντα. Περιοδείες σ? ολόκληρο τον κόσμο και χιλιάδες συναυλίες αφιερωμένες στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τον καθιστούν ζωντανό σύμβολο της αντίστασης ενάντια στην δικτατορία. Θριαμβευτική επιστροφή στην Ελλάδα, στις 24 Ιουλίου 1974. Ο Θεοδωράκης γίνεται εκ νέου στόχος επιθέσεων, αυτή τη φορά από την Αριστερά, γιατί υπερασπίζεται τον Καραμανλή, στην προσπάθειά του για ένα ήπιο πέρασμα προς την δημοκρατία και από φόβο νέου πραξικοπήματος που θα συνέθλιβε το ευαίσθητο λουλούδι της δημοκρατίας. Το 1980, αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, καταπιάνεται με το συμφωνικό του έργο της εποχής του 50. Ολοκληρώνει τη σύνθεση του «Canto General» που μαζί με τον «Ζορμπά» και το «Άξιον Εστί» τον κάνουν παγκοσμίως γνωστό συνθέτη. Το 1981, ο Θεοδωράκης εκλέγεται και πάλι στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Το 1986 παραιτείται από την έδρα του για να αφοσιωθεί στο μουσικό του έργο. Το 1987, η πρώτη του όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» παρουσιάζεται στην Αθήνα και το 1988 το μπαλέτο του «Ζορμπάς» παρουσιάζει θριαμβευτική επιτυχία στην Αρένα της Βερόνας όπου θα ξαναπαρουσιασθεί το 1990. Παρουσιάζεται επίσης στην Βαρσοβία και τo Λοτζ της Πολωνίας. Το 1989 ο Θεοδωράκης κάνει έκκληση συνασπισμού ανάμεσα στη «Νέα Δημοκρατία» και την Αριστερά για την κάθαρση από τα σκάνδαλα της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ. Μετά τις εκλογές του Απριλίου του 1990, ο Μίκης γίνεται υπουργός επικρατείας της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Εργάζεται ιδιαίτερα για το ζήτημα των ναρκωτικών, της παιδείας, του πολιτισμού και για την συμφιλίωση ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Εγκαταλείπει την κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1992 και αναλαμβάνει για δύο χρόνια την γενική διεύθυνση των Μουσικών Συνόλων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (ΕΡΤ). Στις 5 Οκτωβρίου του 1990 παρουσιάζεται στο Μπιλμπάο η όπερά του «Μήδεια». Το 1992 γράφει μετά από παραγγελία του Σάμαρανκ το «Canto Olympico» για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης. Η όπερά του «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, παρουσιάζει θριαμβευτική επιτυχία στο Λουξεμβούργο, Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ευρώπης 1995, από το θέατρο Γιέλκι, του Πόζναν (Πολωνία). Ο Θεοδωράκης ολοκληρώνει τη σύνθεση της τέταρτης όπεράς του «Αντιγόνη» το 1996 καθώς και του πρώτου του Κονσέρτου για βιολοντσέλο και ορχήστρα.